- ἔβηττε
- βήσσωcoughimperf ind act 3rd sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποκνήθω — Μ ξύνω λίγο («ἔβηττε δὲ καὶ κεφαλὴν ὐπέκνηθε», Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κνήθω «ξύνω»] … Dictionary of Greek